- θαύμακτρον
- θαύμακτρον, τό (Α)χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. -τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή τού γιατρού» κ.τ.ό.)].
Dictionary of Greek. 2013.